Η Διοικητική οργάνωση των Ενετών στην Κρήτη και τα φεουδαρχικά συμβούλια

Greece ParadiseΒενετοκρατία στην Κρήτη | Greece Paradise

Επί αυτοκράτορος Ισαάκιου Β’ Άγγελου(1185-1195), το Βυζάντιο βρίσκονταν σε πλήρως ασταθή και άθλια κατάσταση. Ο Ισαάκιος έκλεινε συμφωνίες επιβλαβής για την οικονομία, το εμπόριο και το μέλλον της αυτοκρατορίας. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ο αδερφός του Αλέξιος Γ’, καταδίωξε τον Ισαάκιο και ανέβηκε ο ίδιος στο θρόνο. Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος Άγγελος, προκειμένου να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πατέρα του, κατέφυγε στον ηγέτη της Δ’ Σταυροφορίας Βονιφάτιο, μαρκίωνα του Μομφερράτου. Για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του, του παραχώρησε εδάφη. Μέσα στα εδάφη αυτά ήταν και η Κρήτη(σύμφωνα με την παράδοση τον Αλέξιο συνόδευαν Κρήτες που συνυποσχέθηκαν τη μεγαλόνησο). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, στη διανομή εδαφών της διαμελισμένης αυτοκρατορίας, δεν συμπεριλαμβάνονταν η Κρήτη γιατί ανήκε ήδη στον Βονιφάτιο. Λίγους μήνες μετά ο Βονιφάτιος για να πετύχει υην υποστήριξη της Βενετίας στη διαμάχη του με τον Βαλδουιίνο της Φλάνδρας, παραχώρησε την Κρήτη στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου (Ενετούς) αντί του ποσού των 1000 αργυρών μαρκών. Το 1206 ο γενουάτης Ερρίκος Πεσκατόρε κατέλαβε την Κρήτη. Ακολούθησε σκληρότατος πόλεμος μεταξύ Ενετών-Γενουατών που κράτησε πέντε χρόνια και τελείωσε το 1211 με την οριστική επικράτηση των Ενετών. Έτσι ξεκινά μια περίοδος 450 ετών Ενετοκρατίας και 700 ετών ξενοκρατίας.

Οι οικογένειες μεγαλογαιοκτημόνων, με τη μυθοποιημένη βυζαντινή καταγωγή τους (οικογένειες των Αργυρόπουλων, των Αρκολέων, των Βαρούχων, των Βλαστών, των Καλαφατών, των Μουσούρων, των Φωκάδων, των Χορτάτσιδων κ.α.) και το μεγάλο πλήθος των ελληνορθόδοξων αγροτικών πληθυσμών, ακτημόνων ή καλλιεργητών ξένων γαιών. Οι δύο αυτές τάξεις, παρά τις κοινωνικές διαφορές τους, εμφανίζουν ενιαία στάση έναντι της βενετικής διοίκησης κατά την πρώτη περίοδο της βενετοκρατίας, προασπιζόμενοι την Ορθόδοξη πίστη έναντι της αλλόδοξης λατινικής επιβολής.

Eπί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα:Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου ήταν χωρισμένο σε τρεις καστελλανίες : Milopotamo, San Basilio και Amari . Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς, καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης . Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας με δύο συμβούλους(consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση(regimen). Ο δούκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι ρέκτορες(rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο προνοητής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπιτάνιος(capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε δικό του ταμείο(camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι(giustiziarii) και οι αστυνόμοι(domini di nocte). Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια(capitularia), λεπτομερώς. Οι καστελλάνοι όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών. Απαγορεύονταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών(Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο(Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών(Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων. Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων.

Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ’ το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών.

Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς(nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απενέμετο με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου.

Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini , burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου(plebe , populari ή populani , villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων.

Greece ParadiseΒενετοκρατία στην Κρήτη | Greece Paradise

Πρέπει να σημειωθεί μια χωριστή ομάδα πληθυσμού, η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.

Κατά πάσα πιθανότητα, το πρώτο συλλογικό σώμα που λειτούργησε στο νησί ήταν το «συμβούλιο των φεουδαρχών» (consilium feudatorum) του Χάνδακα, στο οποίο συμμετείχαν οι φεουδάρχες κάτοικοι του νησιού. Αν και νομικά η σύστασή του καταγράφεται το 1211, η λειτουργία του ξεκίνησε στα μέσα του 13ου αιώνα, οπότε δραστηριοποιήθηκαν και τα αντίστοιχα συμβούλια των Χανίων και του Ρεθύμνου. Κατά την ίδια περίοδο χρονολογείται και η απαρχή του Μείζονος Συμβουλίου που, σύμφωνα με τις επικρατούσες εκτιμήσεις, αποτελούσε ένα επιμέρους αντιπροσωπευτικό όργανο του συμβουλίου των Φεουδαρχών.

Εξέγερση Αλέξιου Καλλέργη στο Μυλοπόταμο το 1283

Η οικογενεια των Καλλεργων – Μέρωνας Ρεθύμνης
Το 1283 άρχισε στην Κρήτη η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Στην πραγματικότητα προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτατα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε πολύ καλά ότι και η ανεξαρτησία της Κρήτης ήταν αδύνατη αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο επίσης αδύνατο. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των παροίκων και του κλήρου και ξεκίνησε το σύστημα μικροπολέμου(guerilla), με το οποίο καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Επί δέκα χρόνια ακολούθησε την ίδια τακτική. Αυτό το διάστημα ξέσπασε και ο βενετογενουατικός πόλεμος. Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ότι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του 1299. Με αυτήν η Ενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία.

Η οικογενεια των Καλλεργων – Μέρωνας Ρεθύμνης
ο ναός της Παναγίας στον Μέρωνα Αμαρίου με τα οικόσημα της οικογένειας Καλλέργη

Στον Καλλέργη επιστράφηκαν τα κτήματά του και του παραχωρήθηκαν και άλλα. Μπορούσε να τα παραχωρήσει σε όποιον ήθελε, μπορούσε να διατηρεί άλογα, να απελευθερώνει παροίκους, να κυκλοφορεί ελεύθερα στις πόλεις και στα φρούρια και να δέχεται κανίσκια. Ο Καλλέργης αποκτούσε το δικαίωμα να πακτώσει τα μοναστήρια του δημοσίου και του λατινικού πατριαρχείου, καθώς και τις επισκοπές Μυλοποτάμου και Καλαμώνος. Επιτρέπεται να εγκατασταθεί στην περιοχή του Αρίου Έλληνας επίσκοπος. Δικαιούνταν οι Κρητικοί να μεταβαίνουν εκτός Κρήτης για να χειροτονηθούν και ορίστηκε οι παπάδες, οι διάκονοι και τα παιδιά τους, εφόσον δεν ήταν πάροικοι, να μην είναι «διακρατημένοι πάροικοι». Η δυνθήκη της Βενετίας με τον Αλλέξιο Καλλέργη υπήρξε επωφελής για όλους τους Κρητικούς, άρχοντες, κλήρο και παροίκους. Κατοχυρώθηκαν τα προνόμια των αρχόντων μέσα στο ενετικό καθεστώς. Ο Καλλέργης ισχυροποιείται απέναντι στους Ενετούς και απέναντι στους υπόλοιπους άρχοντες. Το 1304 πουλά στη Βενετία 60.000 μουζούρια σιτάρι. Το 1381 η Βενετία παραχώρησε το προνόμιο της βενετικής ευγένειας στο γιο του Αλεξίου, Γεώργιο Καλλέργη

πληροφορίες από την Ακαδημαϊκό Χρύσα Α Μαλτέζου

Απάντηση

Search

Discover more from aIR MAGAZINE

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading